Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
τρίφωτος
Revision as of 11:58, 10 May 2023 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
-η, -ο / τρίφωτος, -ον, ΝΜ νεοελλ. 1. αυτός που έχει τρία φώτα 2.το ουδ. ως ουσ.το τρίφωτο φωτιστικό με τρεις λαμπτήρες μσν. τριλαμπής. [ΕΤΥΜΟΛ.<τρι- + -φωτος (<φῶς, φωτός), πρβλ. τρισσόφωτος].