ισόγραμμος
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που έχει ίσες γραμμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -γραμμος (< γραμμή), πρβλ. λεπτόγραμμος, μονόγραμμος).
-η, -ο
αυτός που έχει ίσες γραμμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -γραμμος (< γραμμή), πρβλ. λεπτόγραμμος, μονόγραμμος).