λωβητής

Revision as of 08:09, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

οῦ, ὁ, = λωβητήρ (foul slanderer, destroyer, worthless wretch), λ. τέχνης one who disgraces his trade, Ar. Ra. 93.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
qui gâte, qui fait tort à.
Étymologie: λωβάομαι.

German (Pape)

ὁ, = λωβητήρ, τέχνης, Ar. Ran. 93, Verderber.

Russian (Dvoretsky)

λωβητής: οῦ ὁ погубитель, подрыватель (τέχνης Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

λωβητής: -οῦ, ὁ, = τῷ προηγ., λωβηταὶ τέχνης, οἱ ἀτιμάζοντες τὸ ἑαυτῶν ἐπάγγελμα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 93.

Greek Monolingual

λωβητής, ὁ (Α) λωβώμαι
λωβητήρ («λωβηταί τέχνης» — αυτοί που ατιμάζουν το επάγγελμά τους», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

λωβητής: -οῦ, ὁ, = το προηγ.· λωβητὴς τέχνης, κάποιος που ατιμάζει, ντροπιάζει το επάγγελμά του, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

λωβητής, οῦ, = λωβητήρ
λ. τέχνης one who disgraces his trade, Ar.