σκύτευσις

Revision as of 08:14, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

εως, ἡ,= σκυτεία, Arist.EE1219a21.

German (Pape)

ἡ, das Schuhmachen, Arist. eth. Eud. 2.1.

Russian (Dvoretsky)

σκύτευσις: εως (κῡ) ἡ шитье обуви, сапожное ремесло Arst.

Greek (Liddell-Scott)

σκύτευσις: [ῡ], εως, ἡ, = σκυτεία, Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδήμ. 2. 1, 6.

Greek Monolingual

-εύσεως, ἡ, Α σκυτεύω
η πράξη του σκυτεύω, η κατασκευή υποδημάτων, υποδηματοποιία.