παλιμπροδότης

Revision as of 08:20, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

English (LSJ)

ου, ὁ, traitor to both sides, Din.Fr.89.26, D.S.15.91, App.BC5.96.

German (Pape)

[Seite 449] ὁ, der Verräther, der beide Parteien wechselsweise verräth; Din. bei Poll. 6, 164; D. Sic. 15, 91 u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλιμπροδότης: ου ὁ предатель, ведущий двойную игру, двурушник Diod.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιμπροδότης: -ου, ὁ, διπλοῦς προδότης, προδότης ἀμφοτέρων τῶν μερῶν, Δείναρχος, παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 164, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 96, Διόδ. 15. 91· ― πᾰλιμπροδοσία, ἡ, διπλῆ προδοσία, Πολύβ. 5. 96, 4, Διον. Ἁλ. 8. 32, Διόδ. 15. 91, κτλ.

Greek Monolingual

παλιμπροδότης, ὁ (Α)
αυτός που προδίδει εναλλάξ και τα δύο μέρη, διπλός προδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + προδότης.