εναλλάξ

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

(AM ἐναλλάξ)
επίρρ. κατά διαδοχική επανάληψη, εκ περιτροπής, μια ο ένας και μια ο άλλος («τοὺς δὲ τοιούτους ἐναλλὰξ τοτὲ μὲν χεῖρον, τοτὲ δὲ βέλτιον πράξειν», Ισοκρ.)
νεοελλ.
(γεωμ.) «εναλλὰξ γωνίες» — αυτές που σχηματίζονται και από τη μία και από την άλλη πλευρά της ευθείας η οποία τέμνει δύο παράλληλες και σχηματίζει με αυτές οκτώ γωνίες
αρχ.-μσν.
με αντίστροφο τρόπο, αντίστροφα, ανάποδα
αρχ.
1. σταυροειδώς, σταυρωτά («οὐδ' ἴσχειν τὼ πόδε ἐναλλάξ», Αριστοφ.)
2. μαθημ. αμοιβαία
3. μαθημ. κατά αντιμετάθεση.