προδοσία
Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott
English (LSJ)
Ion. προδοσίη, ἡ, (προδίδωμι II) abandonment in need, betrayal, E.Hel.1633: mostly in Prose, treason, προδοσίην συντίθεσθαι Hdt.6.88,8.128; σκευάζεσθαι Id.6.100; προδοσίας ἁλούς D.24.127, cf. Pl.R. 443a(pl.).
German (Pape)
[Seite 717] ἡ, das Verrathen, der Verrath; Eur. Hel. 1649; προδοσίην συντίθεσθαι, σκευάζεσθαι, Her. 6, 88. 100; Plat. Legg. XI, 917 c u. öfter; ἡ περὶ Θηβαίους προδοσία, Din. 1, 11; προδοσίας ἁλούς, Dem. 24, 127; Sp. S. auch πρόδοσις.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
abandon, trahison.
Étymologie: προδότης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προδοσία -ας, ἡ, Ion. προδοσίη [προδότης] overgave; verraad:. προδοσίην ἐσκευάζοντο zij bereidden de overgave van de stad voor Hdt. 6.100.2; καλήν γε προδοσίαν, δίκαια δρᾶν een fraai verraad, doen wat rechtvaardig is! Eur. Hel. 1633.
Russian (Dvoretsky)
προδοσία: ион. προδοσίη ἡ предательство, измена, (вероломная) выдача: συντίθεσθαί τινι προδοσίην τινός Her. договариваться с кем-л. о выдаче кого(чего)-л.; προδοσίας ἁλούς Dem. уличенный в предательстве.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και προδοσία Ν, και ιων. τ. προδοσίη Α προδίδωμι
η πράξη και το αποτέλεσμα του προδίδω (α. «δε έρχεται για πόλεμο, με προδοσία σε παίρνει», δημ. τραγούδι
β. «τα αργύρια της προδοσίας» γ. «συντίθεται Ἀθηναίοισι προδοσίην Αἰγίνης», Ηρόδ.)
νεοελλ.
φρ. «εσχάτη προδοσία»
(νομ.) όρος στον οποίο υπάγονται σειρά από αξιόποινες πράξεις - προσβολές της βλάβης, της διακινδύνευσης και της διατάραξης του πολιτεύματος καθώς και κατά της ζωής φορέων πολιτειακών λειτουργημάτων.
Greek Monotonic
προδοσία: Ιων. -ίη, ἡ (προδίδωμι), εγκατάλειψη, προδοσία, φυγή, απιστία, σε Ηρόδ., Ευρ., Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
προδοσία: Ἰων. -ίη, ἡ, (προδίδωμι ΙΙ) τὸ προδιδόναι, προδοσία, ἢ τὸ ἐγκαταλείπειν ἐν ἀνάγκῃ, Εὐρ. Ἑλ. 1633· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον παρὰ τοῖς πεζολόγοις, προδοσίην συντίθεσθαι Ἡρόδ. 6. 88., 8. 128· σκευάζεσθαι 6. 100· ― ἡ προδοσία ἦτο ἔγκλημα πολιτικὸν ἐν Ἀθήναις, προδοσίας ἁλῶναι Δημ. 740. 14, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 443Α, Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ.
Middle Liddell
προδοσία, ἡ, προδίδωμι
a giving up, betrayal, treason, Hdt., Eur., Dem.
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
proditio, treason, betrayal, 1.110.3, 1.138.6, 4.49.1. 4.52.3, 4.81.2. 4.101.3. 4.103.4, 4.121.2. 5.3.5. 5.116.3. 6.103.4. 8.31.1. 8.33.1. 8.60.1.