ψυχρολούτης

Revision as of 08:57, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ου, ὁ, bather in cold water, Lat. psychroluta Seneca Ep.53.3.

German (Pape)

[Seite 1405] ὁ, der sich in kaltem Wasser badet.

Russian (Dvoretsky)

ψυχρολούτης: ου ὁ купающийся в холодной воде Sen.

Greek (Liddell-Scott)

ψυχρολούτης: -ου, ὁ, ὁ ἐν ψυχρῷ ὕδατι λουόμενος, πρβλ. Seneca Ep. 53.

Greek Monolingual

ὁ, Α
μτφ. αυτός που πλύνεται με κρύο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + -λούτης (< λούω)].