τορεύς

Revision as of 09:05, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

έως, ὁ, boring tool used in making wells, Philyll.18 as cited by Poll.7.192, cf. 10.149 (τόρος Eust., cf. Hsch., Phot.); γόμφων τ. for boring holes for dowels, AP6.205.8 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1130] ὁ, = τορευτής; bes. das Schnitzmesser, der Grabstichel des τορευτής, Sp., auch eine Art Bohrer, γόμφων, Leon. Tar. 4 (VI, 205). Vgl. noch Poll. 7, 192.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
sorte de vrille.
Étymologie: τορός.

Russian (Dvoretsky)

τορεύς: έως ὁ сверло Anth.

Greek (Liddell-Scott)

τορεύς: έως, ὁ, ἡ γλυφὶς τορευτοῦ, Πολυδ. Ζ΄, 192, Ι΄, 149· ὡσαύτως, ὁ τρυπῶν ἢ διατρυπῶν, Ἀνθ. Π. 6. 205, ἴδε Meineke εἰς Φιλύλλιον ἐν «Φρεωρύχῳ» 1, ἴδε τόρος.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
1. η σμίλη, το κοπίδι του τορευτή
2. είδος τρυπανιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόρος + κατάλ. -εύς (πρβλ. κωπ-εύς: κώπη). Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για υποχωρητ. σχηματισμό από το ρ. τορεύω.

Greek Monotonic

τορεύς: -έως, ὁ (τείρω), αυτός που διατρυπάει, σε Ανθ.

Middle Liddell

τορεύς, έως, ὁ, τείρω
a borer, piercer, Anth.