περισσομελής

Revision as of 14:50, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ές, with superfluous limbs, Heph.Astr. 1.1, Man.4.464, Vett.Val.18.33, al.

German (Pape)

[Seite 592] ές, mit überflüssigen, übermäßigen Gliedern, Maneth. 4, 464.

Greek (Liddell-Scott)

περισσομελής: -ές, ὁ ἔχων μεγάλα μέλη τοῦ σώματος, Μανέθων 4. 464.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει περιττά σωματικά μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + -μελής (< μέλος), πρβλ. μικρομελής].