φαινόπους

Revision as of 14:50, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, with shining feet, Theognost. Can.12.

Greek (Liddell-Scott)

φαινόπους: ποδος, ὁ, ἡ, «λευκόπους» Θεογνώστου Κανόνες 12· «λαμπρόπους» Σουΐδ.

Greek Monolingual

-οδος, ὁ, ἡ, Α
1. (κατά τον Θεόγνωστ.) «λευκόπους»
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «λαμπρόπους».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λαμπρόπους].