πιτυρίδα

Revision as of 15:55, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και πιτερίδα και πιτυρήθρα, η, Ν
ιατρ. λέπια από το τριχωτό δέρμα της κεφαλής, άφθονα σε περιπτώσεις πιτυριάσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιτυρίδα < αρχ. πιτυρίς < πίτυρον. Ο τ. πιτερίδα < πίτερο < αρχ. πίτυρον. Ο τ. πιτυρήθρα < πίτυρον + κατάλ. -ήθρα (πρβλ. δακτυλήθρα)].