παρακλήτωρ
English (LSJ)
ορος, ὁ, A one who encourages, comforter, παρακλήτορες κακῶν, = κακοὶ π., LXX Jb.16.2. 2 suppliant, τινος Sch.E.Hec.147; but π. Ζεύς, = ἱκέσιος, ib.345.
German (Pape)
[Seite 483] ορος, ὁ, der Zuredende, Tröstende, Sp., bes. K. S.
Greek (Liddell-Scott)
παρακλήτωρ: -ορος, ὁ, ὁ διὰ λόγων διεγείρων, προτρέπων, παρακλήτορες κακῶν = κακοὶ π. Ἑβδ. (Ἰωβ ΙϚ΄, 2), πρβλ. Θωμ. Μάγιστρ. σ. 736. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παρακλήτορες· παρμυθηταί». 2) = Παράκλητος, Νομοκ. Coteler 91. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 317.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, θηλ. παρακλήτρια, ΜΑ
μσν.
παράκλητος·
αρχ.
1. αυτός που διεγείρει, που ενθαρρύνει κάποιον με τα λόγια του
2. αυτός που ικετεύει, που παρακαλεί
3. παρήγορος
4. (για τον Δία) ο ικέσιος
5. στον πληθ. οι παρακλήτορες
α) (κατά τον Ησύχ.) «παραμυθηταί»
β) (κατά τον Θωμά Μάγ.) «οἱ διὰ λόγων διεγείροντες τὸν στρατὸν πρὸς τοὺς ἀγῶνας».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρακαλῶ + επίθημα -τωρ (πρβλ. γεννήτωρ)].