πορφυρόνωτος

Revision as of 16:00, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

ον, purple-backed, φᾶρος Nonn.D.44.56.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠρόνωτος: -ον, ὁ ἔχων τὰ νῶτα πορφυρᾷ, χθὼν Νόνν. Δ. 44 56.

Greek Monolingual

-ον, Α
φρ. «φᾶρος πορφυρόνωτον» — ένδυμα με πορφυρό χρώμα στην πλάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + νῶτον (πρβλ. ποικιλόνωτος)].