σίτινος

Revision as of 16:10, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

η, ον, = σιτικός (of wheat, of corn), Gal. 12.666, Gp. 2.23.9, OGI 200.21 (Axum, iv AD) ; ἄχυρον PLips. 92.7 (ii/iii AD), etc.

Greek (Liddell-Scott)

σίτινος: -η, -ον, = σιτικός, Γεωπ. 2. 23, 9.

Greek Monolingual

-η, -ο / σίτινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ
αυτός που προέρχεται ή παρασκευάζεται από σίτο, σιταρήσιος, σταρένιος (α. «ἄχυρον σίτινον», πάπ.
β. «σίτινον ἄλευρον», Θεοφαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος)].

German (Pape)

[σῑ], zum Weizen, überhaupt zum Getreide gehörig, was vom Weizen, Getreide ist, Sp., wie Geop.