σαββατιάτικος

Revision as of 16:19, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κατά την ημέρα του Σαββάτου.
επίρρ...
σαββατιάτικα Ν
κατά την ημέρα του Σαββάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σάββατο + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. χριστουγεννιάτικος)].