χριστουγεννιάτικος
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Χριστούγεννα ή αυτός που γίνεται στη διάρκεια τών Χριστουγέννων (α. «χριστουγεννιάτικα έθιμα» β. «χριστουγεννιάτικα δώρα» γ. «χριστουγεννιάτικο δένδρο»).
επίρρ...
χριστουγεννιάτικα Ν
την ημέρα τών Χριστουγέννων, κατά τις γιορτές τών Χριστουγέννων («χριστουγεννιάτικα μάς ήλθε το μαντάτο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστούγεννα + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. χειμωνιάτικος)].