συνοχηδόν

Revision as of 16:25, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Adv. in confinement, AP9.343 (Arch.).

French (Bailly abrégé)

adv.
en tenant étroitement serré.
Étymologie: σύνοχος, -δον.

German (Pape)

adv., zusammenhaltend, ὤχμαζε Archi. 23 (IX.343).

Russian (Dvoretsky)

συνοχηδόν: adv. собрав вместе, сжимая (ὀχμάζειν τινάς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

συνοχηδόν: Ἐπίρρ. μετὰ συνοχῆς, σφιγκτῶς, Ἀνθολ. Π. 9. 343.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με συνοχή, στέρεα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνοχή + επιρρμ. κατάλ. -(η)δόν (πρβλ. βαθμηδόν)].

Greek Monotonic

συνοχηδόν: επίρρ. (συνέχω), με συνοχή, σφιχτά, σε Ανθ.

Middle Liddell

συνέχω
holding together, Anth.