τόλμιλλος

Revision as of 16:40, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

ὁ, daredevil, Theognost. Can.Prooem.

Greek (Liddell-Scott)

τόλμιλλος: ὁ, καὶ αὐθαδίας ἐγώ, ὁ τολμητίας καὶ αὐθάδης, Θεογνώστ. Καν. ἐν παροιμ. παρὰ τῷ Cram. An. gr. Ox. II, σ. 1.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
τολμηρός, τολμητίας («ὁ τολμίλλος καὶ αὐθάδιας ἐγώ», Θεόγνωστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόλμη + υποκορ. κατάλ. -ιλος, με εκφραστ. διπλασιασμό του -λ- (πρβλ. ῥόβιλλος)].