φθερσίβροτος

Revision as of 16:45, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

ον, = φθισίμβροτος (q.v.), Epigr. in Paus. 3.8.9.

German (Pape)

[Seite 1271] oder richtiger φθερσίμβροτος, Menschen verderbend, tödtend, Epigr. bei Paus. 3, 8,5. S. φθισίμβροτος.

Greek (Liddell-Scott)

φθερσίβροτος: -ον, = φθισίμβροτος, Ἐπίγραμμ. παρὰ Παυσ. 3. 8, 9, πρβλ. Πλουτ. Λύσανδρ. 22.

Greek Monolingual

-ον, Α
φθισίμβροτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < φθείρω + βροτός «θνητός» (πρβλ. ἐγερσίβροτος)].