Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
φωνακλάς
Revision as of 16:50, 11 May 2023 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
-ού, -άδικο, Ν 1. αυτός που έχει τη συνήθεια να φωνάζει 2. αυτός που εκνευρίζεται εύκολα και βάζει τις φωνές. [ΕΤΥΜΟΛ.<φωνάκλα+ μεγεθ. κατάλ. -ας- (πρβλ. φρυδάς)].