Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
χαλασιά
Revision as of 16:55, 11 May 2023 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
η, Ν 1. το να χαλά, να καταστρέφεται κάτι, χαλασμός 2. το χάλασμα, κατεστραμμένο, ερειπωμένο ή ετοιμόρροπο τμήμα οικοδομής ή κτίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ.<χάλασ-α, αόρ. του χαλώ+ κατάλ. -ιά (πρβλ. περπατησιά)].