φυτών

Revision as of 16:58, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, place planted, esp. vineyard, Hdn.Epim.146.

German (Pape)

[Seite 1320] ῶνος, ὁ, ein mit Gewächsen, Bäumen oder Weinstöcken bepflanzter Ort, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῠτών: -ῶνος, ὁ, τόπος πεφυτευμένος, μάλιστα δι’ ἀμπέλων, ἀμπελών, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. σ. 146.

Greek Monolingual

-ῶνος, ὁ, Α
τόπος γεμάτος φυτά, κυρίως αμπέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτ-όν + επίθημα -ών (πρβλ. ξενών)].