χορτόστρωμα

Revision as of 17:05, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

ατος, τό, litter of grass or hay, ibid.; χορτό-στρωτοι στιβάδες ib.

German (Pape)

[Seite 1367] τό, Streu von Gras, Heu, bes. für das Vieh, Philox. gloss.

Greek (Liddell-Scott)

χορτόστρωμα: τό, στρῶμα ἐκ χόρτου, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ώματος, τὸ, ΜΑ
στρώμα από χόρτα, ιδίως για ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + στρῶμα (πρβλ. ὑπόστρωμα)].