ὀψίχα

Revision as of 17:05, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

ὀψέ, Βυζάντιοι, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψίχα: Ἐπίρρ., παρὰ Βυζαντ. ἀντὶ ὀψέ, «ὀψίχα· ὀψέ. Βυζάντιοι» Ἡσύχ., ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 51.

Greek Monolingual

ὀψίχα (Α)
επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ὀψέ. Βυζάντιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. ενός αμάρτυρου επιθ. ὀψίχος (< ὀψέ + υποκορ. επίθημα -ιχος, πρβλ. οσσίχος)].