καρύδι

Revision as of 06:48, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (AM καρύδιον, Μ καρύδιν)
ο καρπός του δένδρου καρυδιά
νεοελλ.
1. η προεξοχή που σχηματίζεται στο μέσο της τραχηλικής επιφάνειας του λάρυγγα, το μήλο του Αδάμ
2. φρ. α) «κάθε καρυδιάς καρύδι» — κάθε είδους άνθρωποι
β) «κούφια καρύδια» — ανοησίες, άσκοπα λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καρύδιον < κάρυον + υποκορ. κατάλ. -ύδιον (πρβλ. συκύδιον)].