μιαουρίζω
Greek Monolingual
και μιαουλίζω (Μ μιαουρίζω και μιαουλίζω και μιαγουρίζω)
νιαουρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από την ηχομιμητική λ. μιάου + κατάλ. -ρίζω (πρβλ. νιαουρίζω)].
και μιαουλίζω (Μ μιαουρίζω και μιαουλίζω και μιαγουρίζω)
νιαουρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από την ηχομιμητική λ. μιάου + κατάλ. -ρίζω (πρβλ. νιαουρίζω)].