ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
1. (για γάτα) κάνω νιάου-νιάου2. (για πρόσ.) μιλώ με φωνή μονότονη και ενοχλητική ή κλαίω με τρόπο που θυμίζει νιαούρισμα γάτας.[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ., από την κραυγή της γάτας νιάου-νιάου + κατάλ. -ρίζω (πρβλ. μιαουρίζω)].