ἐριῶπις

Revision as of 04:35, 19 May 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Russian (Dvoretsky)

ἐριῶπις: ιδος ἡ большеглазая (κούρη Hom.).

Greek Monolingual

ἐριώπης, ὁ, (θηλ. ἐριῶπις) (Α)
αυτός που έχει μεγάλα, ωραία μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι- + -ωπης (< ωψ «οφθαλμός» που απαντά μόνο ως β’ συνθετικό
πρβλ. ελίκωψ, μύωψ + κατάλ. -ης)].