τεκεκτόνος

Revision as of 15:55, 7 June 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

τεκετόνον, f.l. for τεκοκτόνος in Orph.L.315.

German (Pape)

[Seite 1082] zw. L. statt τεκοκεόνος, Orph. Lap. 10, 9; s. Lob. Phryn. 678.

Greek (Liddell-Scott)

τεκεκτόνος: -ον, πλημμ. γραφ. ἐν τοῖς Ὀρφικοῖς ἀντὶ τεκοκτόνος, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 678, περὶ τῆς Μηδείας τῆς φονευσάσης τὰ ἑαυτῆς τέκνα.

Greek Monolingual

-ον, Α
(εσφ. γρφ.) αντί τεκοκτόνος.