ἐπιστροφίς

Revision as of 16:06, 24 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

(A), -ίδος, ἡ,
A dislocation, Hsch.
2 in plural, curls, Eust.1561.38.

(B), -ίδος, ἡ, = Lat. anaticula (part of a door), Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστροφίς: -ίδος, ἡ, «ὅταν ἡ ὀσφὺς ᾖ στρεβλὴ» Ἡσύχ.: ― κατὰ πληθ., «τρίχες συνεστραμμέναι» Ἡσύχ.· ― «οἱ δὲ παλαιοί, φασὶ καὶ ὅτι οὐ μόνον οὖλαι ἀλλὰ καὶ ἐπιστροφίδες, αἱ συνεστραμμέναι τρίχες. Εὐστ. 1561. 38.

Greek Monolingual

ἐπιστροφίς, ἡ (Α) επίστροφος
1. εξαρθρωμένη ή παραμορφωμένη οσφύς
2. μπούκλα μαλλιού.