μπούκλα

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

η (Μ μπούκλα και πούκλα)
νεοελλ.
κατσαρωμένη τούφα μαλλιών, βόστρυχος
μσν.
1. πόρπη
2. ξύλινο δοχείο κρασιού
3. σύνδεσμος τών δύο τμημάτων της ίγγλας, της ζώνης με την οποία δένεται το σαμάρι στο υποζύγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. boucle < λατ. buccula, υποκορ. του bucca «μάγουλο»].