μεθόπωρον

Revision as of 09:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τό, = μετόπωρον, Phld.Piet.in Stud.Pal.6.130, Hsch., and codd. of Hp.Aër.6, etc.:—hence μεθοπωρινός, = μετοπωρινός, Eudox. Ars2.28, al.; μ. πυλαία BCH38.26 (Delph., ii B. C.); ἰσημερία μ. Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

μεθόπωρον: μετόπωρον· «μετὰ τὴν ὀπώραν. τροπὴ μετὰ τὸ θέρος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μεθόπωρον, το (ΑM)
το φθινόπωρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -οπωρον (< ὀπώρα και ὁπώρα «φθινόπωρο»)].