σαγηνεύς

Revision as of 09:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-έως, ὁ, = σαγηνευτήρ (one who fishes with a drag-net, one who fishes with the σαγήνη), DS. 9.3, AP 7.276 (Hegesipp.), 295 (Leon.), Plu. Pomp. 73 ; gen. sg. written σαγινέος MAMA 3.411 (Corycus).

German (Pape)

[Seite 857] ὁ, = Folgdm; Leon. Tar. 91 (VII, 295); Plut. Pomp. 73.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
pêcheur à la seine.
Étymologie: σαγηνεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαγηνεύς -έως, ὁ [σαγηνεύω] sleepnetvisser.

Russian (Dvoretsky)

σᾰγηνεύς: έως Plut., Anth. и σᾰγηνευτήρ, ῆρος ὁ Anth. = σαγηνευτής.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰγηνεύς: έως, ἡ, = τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 7. 276, 295, Πλουτ. Πομπ. 73.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
αυτός που αλιεύει με το δίχτυ σαγήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. σαγηνεύω.

Greek Monotonic

σᾰγηνεύς: -έως, ἡ, = το επόμ., σε Ανθ., Πλούτ.