κακοχυμία
English (LSJ)
ἡ,
A unhealthy state of the humours, Gal.6.553, 10.891: pl., Dsc.2.87.
2 unwholesomeness, τροφῶν Gal.6.749.
German (Pape)
[Seite 1305] ἡ, Schlechtigkeit der Säfte, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κακοχῡμία: ἡ, ἡ κακὴ κατάστασις τῶν χυμῶν, Γαλην. 2. 206D, 4. 333D, Διοσκ. 2-109, κτλ.
Greek Monolingual
η (AM κακοχυμία) κακόχυμος
ιατρ. είδος ασθένειας που προέρχεται από κακή κατάσταση τών χυμών, από αλλοίωση τών χυμών του ανθρώπινου οργανισμού.