φοβέστρατος

Revision as of 09:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

φοβέστρατον, = φοβεσιστράτη (scarer of hosts), αἰγίς, of Athena, Hes. Th. ap. Chrysipp. Stoic. 2.257, cf. EM 797.54.

German (Pape)

[Seite 1294] Kriegsschaaren schreckend, Hes. frg. im E. M. 797, 54, von der Aegis.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ως προσωνυμία της θεάς Αθηνάς) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτή που τρέπει σε φυγή τα αντίπαλα στρατεύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοβῶ + στρατός (πρβλ. ἀγέστρατος, δεξίστρατος). Η μορφή του α' συνθετικού αναλογικά προς το αρχε-].

Russian (Dvoretsky)

φοβέστρατος: нагоняющий страх на (неприятельские) войска (αἰγίς Hes.).