σταυρώσιμος

Revision as of 09:19, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

σταυρώσιμον, deserving crucifixion, Hsch. s.v. σκολοπώνυμον.

German (Pape)

[Seite 930] zur Kreuzigung gehörig, ἡμέρα, der Tag der Kreuzigung, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

σταυρώσιμος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν σταύρωσιν, ἡμέρα στ. Ἐκκλ. 2) ὁ ἄξιος σταυρώσεως, Λατ. fur… if… r, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-η, -ο / σταυρώσιμος, -ον, ΝΜΑ σταύρωσις
νεοελλ.-μσν.
1. αυτός που αναφέρεται στην σταύρωση του Χριστού («σταυρώσιμοι ἡμέραι» — οι μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας)
2. το ουδ. ως ουσ. το σταυρώσιμο(ν)
τροπάριο που υμνεί τον Τίμιο Σταυρό
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «άξιος σταυρώσεως».