διορθωτήρ

Revision as of 09:19, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

διορθωτῆρος, ὁ, = διορθωτής (corrector, editor, reviser, reformer), IG 9(1).694.138 (pl.).

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
corrector magistrado encargado de la reforma de tratados o leyes τὼ δὲ πόλιε διορ[θω] τῆρας ἑλέσθαι τᾶς συνβολᾶς IPArk.17.192, cf. 190 (Estínfalo IV a.C.), ταξάντων οἱ διορθωτῆρες εἰς τοὺς νόμους καθώς κα δ<έ>ῃ τὸ ἀργύριον χειρίζεσθαι IG 9(1).694.138 (Corcira III/II a.C.), cf. διορθωτής II 1.

Greek (Liddell-Scott)

διορθωτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 38.

Greek Monolingual

ο (Α διορθωτήρ) διορθώ
νεοελλ.
όργανο για τη διόρθωση της βολής τών ναυτικών πυροβόλων
αρχ.
ο διορθωτής.

German (Pape)

ῆρος, ὁ, = διορθωτής, Inscr. 2 p. 22.