ἐεισάμην
English (LSJ)
ἐείσαο, part. ἐεισάμενος, Ep. aor. of εἴδομαι, v. Εἴδω:—but ἐείσατο, ἐεισάσθην, v. εἴσομαι II.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
ἐεισάμην: ἐείσαο, μετοχ. ἐεισάμενος, Ἐπ. ἀόρ. τοῦ εἴδομαι· ἴδε *εἴδω.
Greek Monotonic
ἐεισάμην: -αο, Επικ. αόρ. του εἴδομαι (βλ. εἴδω Α)· μτχ. ἐεισάμενος.