-ίδος, ἡ, wallet, Hsch. σαγλῶδες· πλαδαρὸν σῶμα, Id.
[Seite 857] ἡ, Mantelsack, Hesych. πήρα.
σᾰγίς: -ίδος, ἡ, σάκκος μικρός, σακκίδιον, «δισάκκιον», «ταγάρι» διὰ ταξείδιον, Ἡσύχ.
-ίδος, ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) πήρα, δισάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < σαγή + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακίς)].