σαγίς

Revision as of 09:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, wallet, Hsch. σαγλῶδες· πλαδαρὸν σῶμα, Id.

German (Pape)

[Seite 857] ἡ, Mantelsack, Hesych. πήρα.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰγίς: -ίδος, ἡ, σάκκος μικρός, σακκίδιον, «δισάκκιον», «ταγάρι» διὰ ταξείδιον, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) πήρα, δισάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαγή + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακίς)].