πολύρραφος

Revision as of 09:23, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

πολύρραφον, = πολύρραπτος (much-sewn, well-stitched), πόρπαξ S.Aj. 575.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
cousu fortement ou en plusieurs endroits.
Étymologie: πολύς, ῥάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύρραφος -ον [πολύς, ῥάπτω] goed genaaid:. π. πόρπαξ stevig bevestigde draagriem Soph. Ai. 575.

German (Pape)

vielfach zusammengenäht, πόρπαξ, Soph. Aj. 572.

Russian (Dvoretsky)

πολύρρᾰφος: много раз сшитый, т. е. крепко прошитый (πόρπαξ Soph.).

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύρραφος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει πολλές ραφές
2. καλοραμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ρραφος (< ῥαφή), πρβλ. υπόρραφος)].

Greek Monotonic

πολύρρᾰφος: -ον (ῥάπτω), καλορραμένος, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύρρᾰφος: -ον, (ῥάπτω) ὁ πολλὰς ῥαφὰς ἔχων, ὁ καλῶς ἐρραμμένος, (πρβλ. πολύκεστος), Σοφ. Αἴ. 575· ― οὕτω, πολύρραπτος, ον, Θεόκρ. 25. 265· καὶ -ρᾰφής, ές, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 9. 38.

Middle Liddell

πολύρ-ρᾰφος, ον, ῥάπτω
well-stitched, Soph., Theocr.

English (Woodhouse)

stitched