τό, (οὖρος B) ward, watch, Hsch. (ὄρ- cod.).
[Seite 419] τό, die Wache, Hesych., wo ὄριον steht.
οὔριον: ᾠόν τό неплодное яйцо Arst.
οὔριον: τό, (οὗρος Β) «φυλακή, σημεῖον»Ἡσύχ. (ὄριον Schm.).
οὔριον, τὸ (Α) [[[ούρος]] (Ι)](κατά τον Ησύχ.) «φυλακή, σημεῖον».