μελίρρυτος

Revision as of 09:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

μελίρρυτον, = μελίρροος (flowing with honey), κρῆναι Pl. Ion 534b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui laisse couler le miel.
Étymologie: μέλι, ῥέω.

German (Pape)

honigströmend, honigfließend; κρῆναι, Plat. Ion 534a; Nonn. vom Manna.

Russian (Dvoretsky)

μελίρρῠτος: струящий мед, текущий медом (κρῆναι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

μελίρρῠτος: -ον, = τῷ προηγ., κρῆναι Πλάτ. Ἴων 534Α, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. 6. 32.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μελίρρυτος, -ον)
1. αυτός που το στόμα του στάζει μέλι, μελιστάλαχτος, μελισταγής («τοὺς μελιρρύτους ποταμούς τῆς σοφίας» — τους τρεις Ιεράρχες)
2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλιφωνή μελίρρυτη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥυτός (< ῥέω), πρβλ. αιμόρρυτος, αλίρρυτος].

Greek Monotonic

μελίρρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός που ρέει μέλι, σε Πλάτ.

Middle Liddell

μελίρ-ρῠτος, ον [ῥέω]
honey-flowing, Plat.