ἡ, (ἀσκέω) = ἄσκησις, Hsch.
θρησκεία, εὐσέβεια. κόσμησις Hsch.
[Seite 371] ἡ, = ἄσκησις, Hesych.
ἀσκεία: ἡ, «ἀσκεία· θρησκεία, εὐσέβεια, κόσμησις» Ἡσύχ.