φυζάναι

Revision as of 09:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

(inf. of φύζημιφυγεῖν, δειλιάσαι, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «φυγεῖν, δειλιάσαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει προέλθει από το ουσ. φύζα, παραμένει, όμως, δυσερμήνευτος. Πρόκειται πιθ. για απρμφ. ενός αθέματου ενεστ. σε -μι φυζᾱμι, οπότε θα έπρεπε να γραφεί φυζᾶναι, ή για απρμφ. αορ., οπότε θα πρέπει να διορθωθεί σε φυζᾶσαι].