πιδυλίς

Revision as of 09:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, = πιδακόεσσα, Hsch. (πηδ- cod.).

Greek (Liddell-Scott)

πῑδῠλίς: -ίδος, ἡ, = πιδακόεσσα, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «πιδακόεσσα», γεμάτη πηγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῖδ-αξ (βλ. και πίδακας) + επίθημα -υλ-ίς (πρβλ. ατρακτυλίς)].