πιδυλίς

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῑδῠλίς Medium diacritics: πιδυλίς Low diacritics: πιδυλίς Capitals: ΠΙΔΥΛΙΣ
Transliteration A: pidylís Transliteration B: pidylis Transliteration C: pidylis Beta Code: piduli/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, = πιδακόεσσα, Hsch. (πηδ- cod.).

Greek (Liddell-Scott)

πῑδῠλίς: -ίδος, ἡ, = πιδακόεσσα, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «πιδακόεσσα», γεμάτη πηγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῖδ-αξ (βλ. και πίδακας) + επίθημα -υλ-ίς (πρβλ. ατρακτυλίς)].