τό,= θέλγητρον, Hsch. (θέρκαλ cod.).
θέλκταρ: τό, = θέλγητρον, Ἡσύχ.
θέλκταρ, το (Α)(κατά τον Ησύχ.) «θέλγητρον».[ΕΤΥΜΟΛ. < θέλγ-ω + κατάλ. -ταρ, πιθ. κατά τα ίκταρ, νέκταρ (βλ. και λ. θέλγητρο)].