τό, = παχὺ ἔντερον (i.e. f.l. for χόριον), Suid.
χοεῖον: τό, παρὰ Σουΐδ. εἶναι πιθανῶς ἐφθαρμένον ἀντὶ χόριον ΙΙ. 2.
τὸ, Α(κατά το λεξ. Σούδα) πιθ. «παχὺ ἔντερον».