παρατρύζω

Revision as of 09:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

coo beside or near, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 504] (s. τρύζω), daneben, dabei zwitschern, VLL., die παραφωνέω erkl.

Greek (Liddell-Scott)

παρατρύζω: «παρατρύζει· παραφωνεῖ. Γογγύζει» Ἡσύχ.· «εἴληπται δὲ ἀπὸ τῶν ὀρνέων ὅτ’ ἂν τοῖς οἰκείοις νεοττοῖς γοερὰ ἐπιφωνοῦσιν» Φώτ.

Greek Monolingual

Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «παραφωνῶ, γογγύζω»>, τσιρίζω γοερά
2. (κατά τον Φώτ.) «εἴληπται δὲ ἀπό τῶν ὀρνέων ὅτ' ἄν τοῖς οἰκείοις νεοττοῖς γοερὰ ἐπιφωνοῦσιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + τρύζω «μουρμουρίζω»].